- νάφθα
- νάφθᾰ, ἡ (τό, Eust.700.56),A naphtha (Persian naft), Dsc.1.73, D.C. 36.3a:—also [full] νάφθας, ὁ, Str.16.1.15; acc.
νάφθαν LXXDa.3.64
; gen. νάφθα Str.l.c., Plu.Alex.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νάφθαν LXXDa.3.64
; gen. νάφθα Str.l.c., Plu.Alex.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νάφθα — νάφθᾱ , νάφθα naphtha fem nom/voc/acc dual νάφθᾱ , νάφθα naphtha fem nom/voc sg (doric aeolic) νάφθᾱ , νάφθας naphtha masc nom/voc/acc dual νάφθας naphtha masc voc sg νάφθᾱ , νάφθας naphtha masc gen sg (doric aeolic) νάφθας naphtha masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάφθα — νάφθα, η και νάφθη, η 1. (χημ.), πτητικό υγρό, συστατικό του ακάθαρτου πετρελαίου. 2. το ακάθαρτο πετρέλαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νάφθᾳ — νάφθαι , νάφθα naphtha fem nom/voc pl νάφθᾱͅ , νάφθα naphtha fem dat sg (doric aeolic) νάφθαι , νάφθας naphtha masc nom/voc pl νάφθᾱͅ , νάφθας naphtha masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάφθα — Όρος που χρησιμοποιείται γενικά για τα καύσιμα ορυκτά έλαια. Χαρακτηρίζεται συνήθως ως ν. το καύσιμο έλαιο, που εναποθηκεύεται σε μεγάλες και μικρές δεξαμενές ή μεταφέρεται σε βυτία ή τροφοδοτεί τους καυστήρες των λεβήτων και των καμίνων καθώς… … Dictionary of Greek
νάφθας — νάφθᾱς , νάφθα naphtha fem acc pl νάφθᾱς , νάφθα naphtha fem gen sg (doric aeolic) νάφθᾱς , νάφθας naphtha masc acc pl νάφθᾱς , νάφθας naphtha masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάφθαν — νάφθᾱν , νάφθα naphtha fem acc sg (doric aeolic) νάφθᾱν , νάφθας naphtha masc acc sg (epic doric aeolic) νάφθας naphtha masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάφθης — νάφθα naphtha fem gen sg (attic epic ionic) νάφθας naphtha masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάφθῃ — νάφθα naphtha fem dat sg (attic epic ionic) νάφθας naphtha masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
νάφθας — νάφθας, ὁ (Α) νάφθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού νάφθα (βλ. και άφθα)] … Dictionary of Greek
νάφθον — νάφθον, τὸ (Μ) νάφθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού νάφθα με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek